υστεραια

υστεραια
    ὑστεραία
    ἥ (sc. ἡμέρα) следующий день:
    

(ἐν) τῇ ὑστεραίᾳ Thuc., Plat. на следующий день; τῇ ὑστεραίᾳ τινός Plat. на другой день после чего-л.; τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ ἂν ἔλθῃ τὸ πλοῖον Plat. на другой же день после прибытия корабля


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υστεραια" в других словарях:

  • ὑστεραία — ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc/acc dual ὑστεραί̱ᾱ , ὑστεραῖος following fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστεραίᾳ — ὑστεραί̱ᾱͅ , ὑστεραῖος following fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… …   Dictionary of Greek

  • συγκάθημαι — και ιων. τ. συγκάτημαι Α 1. (για ομάδα προσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον 2. συνεδριάζω («τῇ δ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», Ξεν.) 3. (για ζώο) κάθομαι στηριζόμενος στα πίσω πόδια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κάθημαι… …   Dictionary of Greek

  • υστεραίος — α, ο / ὑστεραῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ακολουθεί, ο μετέπειτα, ο κατοπινός 2. το θηλ. ως ουσ. η υστεραία (ενν. ημέρα) η αυριανή μέρα νεοελλ. φρ. «υστεραίες ωδίνες» ιατρ. οι ωδίνες τής υστεροτοκίας αρχ. ύστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • χορευτής — ο, θηλ. χορεύτρια, ΝΜΑ, και χορεύτρα Ν, και χορευτρία Α [χορεύω] 1. (γενικά) άτομο που χορεύει 2. πρόσωπο που μετέχει σε χορό δράματος («ὅτε τῇ πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων, τῇ ὑστεραίᾳ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»